- δρυς
- Βλ. λ. βελανιδιά.
* * *ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η)1. δέντρο τών δασών, τού οποίου υπάρχουν πολλά είδηο καρπός του περιέχει άφθονο άμυλο, βαλανιδιά2. παροιμ. «δρυὸς πεσούσης πᾱς ἀνὴρ ξυλεύεται» — όταν χάσει κανείς τη δύναμη του όλοι σπεύδουν να επωφεληθούναρχ.1. κάθε δέντρο2. άλλα δέντρα που παράγουν βαλανίδια3. γέρος εξασθενημένος από την ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δρυς ανάγεται σε ΙΕ ρ. *drŭ- «δένδρο», η οποία με άλλες μεταπτωτικές βαθμίδες εμφανίζεται σε διάφορες λέξειςπρβλ. δόρυ < *dor-w, αρχ. ινδ. dāru, δένδρεον < *der-drew-on, καθώς και στη γλώσσα τού Ησυχίου «δροόν (< *drow-)- ισχυρόν, Αργείοι». Η μακρότητα τού τύπου οφείλεται είτε στο ότι πρόκειται για λέξη θηλυκού γένους (αναλογικά προς άλλες ονομασίες δένδρων) είτε στο ότι είναι τύπος μονοσύλλαβος. Συνδέεται με αρχ. ινδ. dru- «ξύλο» στα dru-șad- «αυτός που κάθεται στο ξύλο», su-dru- «αυτό που αποτελείται από καλό ξύλο», αρχ. σλ. drŭva «ξύλο», αλβ. dru (< *druua) «ξύλο, δένδρο» κ.ά. Για τη σημ. «σταθερός, ισχυρός» που εμφανίζεται στη γλώσσα τού Ησύχ. «δροόν- ισχυρόν» (από την ίδια ρίζα *der-w- / *dr-eu- «δένδρο») υπετέθη ότι είναι υστερογενής και ότι προήλθε από την ονομασία τού ξύλου].
Dictionary of Greek. 2013.